- ψυχεμπορικός
- ψῡχ-εμπορικός, ή, όν,A of or for a trafficker in souls:—ἡ -κή (sc. τέχνη) traffic in mental wares, Pl.Sph.224b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυχεμπορικός — ή, όν, Α [ψυχέμπορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχέμπορο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ψυχεμπορική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ψυχεμπόρου … Dictionary of Greek
ψυχεμπορικῆς — ψυχεμπορικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)